κοπαϊφόρος

κοπαϊφόρος
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καισαλπινιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copaifera < copai- (πρβλ. copaiba στο λ. κοπάιος) + -fera (< λατ. fero «φέρω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπαϊφόρος ή κοπαϊφόρα — (Copaifera). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κεσαλπινιδών, που αριθμεί 24 είδη, από τα οποία τα δεκαέξι είναι ιθαγενή των τροπικών χωρών της Αμερικής και οχτώ της Αφρικής. Πρόκειται για αειθαλή δέντρα που φτάνουν σε ύψος τα 15 30 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”